ἀνέσκαψα

ἀνέσκαψα
ἀνασκάπτω
dig up
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανασκάβω — ανασκάβω, ανέσκαψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασκάπτω — ανασκάπτω, ανέσκαψα βλ. πίν. 11 και πρβλ. ανασκάβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”